ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΕΝΩΣΙΣ ΓΟΝΕΩΝ "Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ"

Λεωφόρος Σοφοκλῆ Βενιζέλου 130 Τ.Κ. 163 45 Ἡλιούπολη
Τηλέφωνο: 2109927961



Ἡ Γ.Ε. Χ. Α. εἶναι Πανελλήνιο Σωματεῑο μέ 60 τμήματα στίς περισσότερες πόλεις τῆς Ἑλλάδος καί στίς Συνοικίες τῆς περιοχῆς Ἀθηνῶν. Σκοπός της εἶναι ἡ τόνωσις τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καί ἡ ἐνίσχυσις τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκογενείας ὅπως αὐτός διαμορφώθηκε κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. ὡς φορέα καί θεματοφύλακα τῶν Χριστιανικῶν καί Ἐθνικῶν παραδόσεων.

Γραφεῖα κεντρικοῦ: ὁδός Μαυρομιχάλη 32 (106 80) Ἀθήνα

Τηλ. & Fax: 210-3638793 E-mail: gexaathens@yahoo.gr

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

“Όταν το ράσο έγινε σημαία” – ΖΩΝΤΑΝΗ ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗ!

Παρακολουθήστε την εθνική εορτή που συνδιοργανώνουν οι φοιτητές της Χ.Φ.Δ. και οι Χαρούμενοι Αγωνιστές Αθηνών σε ζωντανή αναμετάδοση! Τετάρτη 25 Μαρτίου 2014, 5.30 μ.μ.

Προβολή άρθρου...


25 Μαρτίου: Με αρετή και τόλμη

Ο Κολοκοτρώνης είχε τη συνήθεια να καπνίζει. Κάποτε που καθόταν στο πλοίο, του ήρθε η επιθυμία να καπνίσει. Δεν είχε όμως καπνό και από την μανία του άρχισε να ξύνει με το σουγιά του την πίπα για να καπνίσει τα απομεινάρια. Όταν κατάλαβε τι έκανε, τα πέταξε στη θάλασσα λέγοντας: «κοίτα άνθρωπος που θέλει να λευτερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί να λευτερώσει τον εαυτό του...». Και δεν ξανακάπνισε ποτέ!
«Όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ τίποτε άλλο. Να ρθει κάποιος και να μου πει ότι θα πάει μπροστά η πατρίδα μου, κάθομαι να μου βγάλει και τα δυό μου μάτια. Γιατί αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου χαμηλά, δέκα μάτια να χω, στραβός θα είμαι»! (Μακρυγιάννης) 

"Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς κάθε είδους μεγαλείο" (Δ. Σολωμός)
 
 



 
 

Ο Κανάρης συναντά τον Ματρόζο !!!

Μην ξεχάσουμε να βάλουμε στο μπαλκόνι και....την σημαία !!


>
Ματρόζος
>
>
νας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτς π τ χρόνια,
> μ
κάτασπρα μακρι μαλλιά, μ πύρινη ματιά,
> σ
ν πλάτανος θεόρατος γυρμένος π᾿ τ χιόνια,
> περνο
σε πάντα στ νησ τ μαρα γηρατειά.
> Ε
ναι π κείνη τ γενι κι γερο-καπετάνος
> πο
κόμα κα στν πνο του τν τρεμε Σουλτάνος.
>
> Ε
ναι π κείνους πο χυσαν τ θάνατό τους αμα,
>
π τος χίλιους πο βγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
> ε
ναι π κείνους πο βαλαν στν κεφαλή σου στέμμα
> κα
γνωστοι σβηστήκανε στ δοξαστ νησί.
> Ε
χες στέρια λόλαμπρα στν ορανό σου κι λλα,
> μ
κενα πο δν λαμψαν σανε πι μεγάλα.
>
> Σ
ν γραψαν μ τ δαυλ τς στορίας μόνοι,
> χωρ
ς γι᾿ ατος τος ρωες μία λέξη ατ ν πε,
> μ
τν πληγή τους γι σταυρ κι τίμητο γαλόνι,
>
λλοι στ δίχτυα γύριζαν κα λλοι στ κουπί.
> Κι ο
στολοκάφτες τν Σπετσν, τ᾿ τρόμητα λιοντάρια,
> μ
τς βαρκολες πιαναν στ περιγιάλι ψάρια.
>
>
γέρος μας παράπονο ποτ δ λέει κανένα,
> μ
καπετάνους σν δε μς στ βασιλικά,
>
κείνους πού χε νατες του μ μάτια βουρκωμένα
> στ
περασμένα γύριζε κα στ πυρπολικά,
> κα
ξαπλωμένος δίπλα μου, μο λεγε κε στν μμο
> πόσα καράβια
κάψανε στν Τένεδο, στ Σάμο.
>
> «Παιδί μου, τώρα
γέρασα, παιδί μου θ᾿ ποθάνω»,
> στ
τέλος πάντα μο λεγε μ᾿ ν᾿ ναστεναγμό,
> «
νας Ματρόζος δν μπορε ν κάνει τ ζητιάνο,
> μ
ν βαστάξω δν μπορ τς πείνας τν καημό.
> Κλαίω πο
φήνω τ νησί, θ πάω στν θήνα,
> πρ
ν πεθαμένο μ᾿ ερετε μία μέρα π τν πενα...
>
> Μο
λέν, καπετν Κωνσταντς, π᾿ τ Ψαρ κε πέρα,
> π
ς πουργς γίνηκε μεγάλος κα τρανός,
> κι
ν θυμηθ πς τ ζωή του σωσα μία μέρα
>
π᾿ ξω π τν Τένεδο, μποροσε Ψαριανς
> ν
κάνει τίποτε γι μ κι σως ν δώσουν κάτι
> σ
᾿ κενον πού χε τάλαρα τ στέρνα του γεμάτη».
>
> Πέντε
ξι μέρες στερα μπκε στ βαπόρι
> κι
κουμπιστς περίλυπος πάνω στ ραβδί,
>
ς πο στν δρα φθασε, γύριζε στν πλώρη
> τ
λατρευτό του τ νησ γέροντας ν δε.
> Κα
σκύβοντας τ κύματα δακρύβρεχτος ρτα,
> π
ς φεύγει τώρ᾿ π᾿ τ νησ κα πς ρχόταν πρτα.
>
> «
δ τί θέλεις, γέροντα;» ρωτ τν καπετάνο
> στ
πουργεον μπροστ κάποιος θαλασσινς
> ντυμένος στ
χρυσά. «Παιδί μου, εναι πάνω
>
Κωνσταντής;». «Ποις Κωνσταντής;». «Ατός... Ψαριανός».
> «Δ
λν κανένα Ψαριανό, δ εναι πουργεο,
> ν
ζητιανέψς πήγαινε μς στ φτωχοκομεο!».
>
>
γέρος νασήκωσε τ κάτασπρο κεφάλι
> κα
τ μαλλιά του σάλεψαν σν χαίτη λιονταριο
> κα
μ σπιθόβολη ματι μς π᾿ τ στήθια βγάνει
> μ
στεναγμ βαρύγνωμο φων παλληκαριο:
> «
ν ο ζητιάνοι σν κι μ δν χυναν τ αμα,
> ο
καπετάνοι σν κα σ δν θ φοροσαν στέμμα!»
>
> Τότε
Κανάρης πο κουσε φιλονικία κάτου,
> στ
παραθύρι πρόβαλε ν δε ποις τν ζητε
> κα
τ νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε καρδιά του
> κα
νά ρθει πάνω διέταξε μ τν πασπιστή.
> Κάτι
φων το γέροντα το ξύπνησε στ στήθη,
> κάτι πο
μοιάζει μ νειρο μαζ κα παραμύθι.
>
> Τ
ν κοίταξε τ μάτια του μς στ μακριά του φρύδια,
> Πο
μοιάζανε σν ετος κρυμμένους στ φωλιά,
> στ
ν καπετάνο φάνηκαν μ τν φωτι τν δια,
>
ταν τ φώτιζε δαυλς τ χρόνια τ παλιά.
> Κι
νας τν λλο κοίταζε κατάματα ο δυ γέροι,
>
μίθεος τν γίγαντα, λιος τ στέρι.
>
> «Δ
ν μ θυμσαι, Κωνσταντή;» σ λίγο το φωνάζει,
> «γρήγορα σ
μ ξέχασες, μ σ θυμμαι γώ!...».
> «Ποι
ς τό λπιζε ν δε ποτές», γέροντας στενάζει,
> «τ
ν καπετάνο ζήτουλα, τ ναύτη πουργό!...».
> Κα
σκύβοντας τν κεφαλ στ διάπλατά του στήθη,
> τ
φτώχεια του λησμόνησε, τ δόξα του θυμήθη.
>
> «Ποι
ς εσαι, καπετάνο μου; Κα ποιό ναι τ νησί σου;»,
>
Ψαριανς τν ρωτ μ πόνο θλιβερό,
> «πενήντα χρόνια, μι
ζωή, περάσανε, θυμήσου
>
π᾿ τς καλς μου ποχς, κείνης τν καιρό.
> Μήπως στ
ν Σάμο σουνα τν ποχ κείνη;
> Στ
ν Κ, στν λεξάνδρεια, στ Χο, στ Μυτιλήνη;»
>
>
π᾿ ξω π᾿ τν Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
>
πέρασαν π᾿ τν στιγμν κείνη, σν φτερό.
> Σ
ν ν σ βλέπω Κωνσταντή, δ θ ξεχάσω αώνια...
>
κόμα στ μπουρλότο σου καβάλα σ θωρ...
> Χρόνος δ
ν ταν πού καψες στ Χι τ ναυαρχίδα
> κι
ταν πρώτη μου φορ κείνη πο σ εδα...
>
>
π᾿ ξω π᾿ τν Τένεδο, θυμσαι; Μι φρεγάδα
> σ
᾿ βαλε μπρς μ᾿ ράπικου λόγου γληγοράδα
> μ
᾿ χτ βατσέλα πίσω της μοιζαν περιστέρια
> κι
σ γεράκι γύρω τους... πάνω στ μπουρλότο,
> πο
τν κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ᾿ στέρια,
> σ
ν δαίμονας μς στν καπν γλυστροσες κα στν κρότο.
>
> Σ
καμαρώνω π μακριά... κι ο νατες κι λοστρόμος
> μ
᾿ ξώρκιζαν ν φύγουμε τος εχε πιάσει τρόμος,
> γιατ
ρμάδα ζύγωνε πάνω στ τιμόνι
> θάρρος στο
ς νατες σου δινες... δν βάσταξε καρδιά μου,
> σ
μι στιγμ χανόσουνα, σ μι στιγμ κα μόνη
> κα
«ρτσα! μάϊνα τ πανιά!» φωνάζω στ παιδιά μου.
>
> Στ
στρίψιμο το τιμονιο μς σίμωσες... μ᾿ ντάρα,
>
Τορκος κοντοζύγωνε μαύρη μου καμπάρα
>
στροπελέκια κα φωτις κα κεραυνος πετοσε,
> μ
σν δελφίνι γρήγορα κι κενος γλιστροσε.
> Ο
νατες μου φωνάζανε: «Τί κάνεις καπετάνο;»
> Κι
γ τος λέω: «Τν Ψαριαν ν σώσω κι ς πεθάνω...».
>
> Κα
σο πετ τ γούμενα... κα δένεις τ μπουρλότο...
> κάνω τιμόνι δεξιά... τ
φλογερ τ χντο
> το
Τούρκου θ σ βούλιαζε - θυμσαι; Σο φωνάζω,
> «Πρ
τος π᾿ λους ν᾿ νεβες», μ δν μ᾿ κος κι φήνεις
>
λλοι ν᾿ νέβουν... σκυψα κι π᾿ τ μαλλι σ᾿ δράζω,
> κα
σ᾿ σωσα κι φύγαμε... μ δάκρυα βλέπω χύνεις!...».
>
> «Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος
Κωνσταντς φωνάζει
> κα
μς στ στήθη τ πλατι σφιχτ τν γκαλιάζει.
> Κι
ν ο δυ γίγαντες μ τ λευκ κεφάλια
> στ
᾿ σπρα τους γένεια δάκρυα κυλοσαν σν κρυστάλλια,
> δυ
κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα π τ χιόνι,
>
ταν το λιου τ φιλ τν νοιξη τ λειώνει.-