ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ κάποτε να επισκεφθεί μια σκήτη ο Όσιος
Μακάριος, συνάντησε στον δρόμο τον διάβολο φορτωμένο μ’ ένα παράξενο φορτίο, να
πηγαίνει κι εκείνος προς τα εκεί.
```~ Πού πας; τον ρώτησε ο Όσιος```
_- Πάω να βάλω λογισμούς στους μοναχούς, αποκρίθηκε
με αναίδεια εκείνος._
```- Και τί είναι αυτά που κουβαλάς μαζί σου;```
_- Τα γεύματα που θα τους προσφέρω._
```- Τόσα πολλά; απόρησε ο Όσιος.```
- _Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το ένα, έχω άλλο
έτοιμο κι αν δεν τους αρέσει κι αυτό, τους δίνω τρίτο. Ένα απ’ όλα θα είναι του
γούστου τους._
- ```Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε; ρώτησε
με φρίκη ο Αββάς.```
- _Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήσει ο διάβολος. Οι
περισσότεροι έχουν αγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι έναν καλό φίλο._
- ```Πώς ονομάζεται; ρώτησε μ’ ένδιαφέρον ο
Όσιος```.