ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΕΝΩΣΙΣ ΓΟΝΕΩΝ "Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ"

Λεωφόρος Σοφοκλῆ Βενιζέλου 130 Τ.Κ. 163 45 Ἡλιούπολη
Τηλέφωνο: 2109927961



Ἡ Γ.Ε. Χ. Α. εἶναι Πανελλήνιο Σωματεῑο μέ 60 τμήματα στίς περισσότερες πόλεις τῆς Ἑλλάδος καί στίς Συνοικίες τῆς περιοχῆς Ἀθηνῶν. Σκοπός της εἶναι ἡ τόνωσις τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καί ἡ ἐνίσχυσις τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκογενείας ὅπως αὐτός διαμορφώθηκε κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. ὡς φορέα καί θεματοφύλακα τῶν Χριστιανικῶν καί Ἐθνικῶν παραδόσεων.

Γραφεῖα κεντρικοῦ: ὁδός Μαυρομιχάλη 32 (106 80) Ἀθήνα

Τηλ. & Fax: 210-3638793 E-mail: gexaathens@yahoo.gr

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄


 Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπό σουνα μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,

όσες μάς δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;…5Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζει,πατέρα, ένα χαμόγελο;… Γιατί να μη σπαράζειμέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρό σουούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;…

Ολόγυρά σου τα βουνά κι οι λόγγοι στολισμένοι10το λυτρωτή τους χαιρετούν… Η θάλασσ’ αγριωμένηαπό μακρά σ’ εγνώρισε και μ’ αφρισμένο στόμαφιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα,που σε κρατεί στα σπλάχνα του… Θυμάται την ημέρα,οπού κι αυτή στον κόρφο της σαν τρυφερή μητέρα,15πατέρα μου, σ’ εδέχτηκε… Θυμάται στο λαιμό σουτο ματωμένο το σχοινί, και στ’ άγιο πρόσωπό σουτ’ άτιμα τα ραπίσματα… το βόγκο… τη λαχτάρα…του κόσμου την ποδοβολή… Θυμάται την αντάρα…την πέτρα που σου εκρέμασαν… τη γύμνια του νεκρού σου…20το φοβερό το ανάβρασμα του καταποντισμού σου…Δεν ελησμόνησε τη γη που σὄγινε πατρίδα,ούτε το χέρι που εύσπλαχνο μ’ ολόχρυση χλαμύδατη σάρκα σου εσαβάνωσε τη θαλασσοδαρμένη,όταν, πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν’ οι ξένοι25το αίμα σου έγλειφαν κρυφά στα νύχτα του φονιά σου… *Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσά σου…Το λείψανό σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,τ’ ανάστησε η αγάπη μας κι εδώ μαρμαρωμένοθα στέκει ολόρθο, ακλόνητο κι αιώνιο θε να ζήσει,30να ’ναι φοβέρα αδιάκοπη σ’ Ανατολή και Δύση…

Πενήντα χρόνοι επέρασαν σα να ’τανε μια μέρα!…Για σας οπού είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκιές, πατέραπετούν οι ώρες άμετρες στου τάφου το λιμάνι…Για μας… και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνει…35Πενήντα χρόνοι επέρασαν κι ακόμ’ η ανατριχίλαβαθιά μάς βόσκει την καρδιά… Με τα χλωρά τα φύλλαανθοβολεί κι ο τάφος σου και στο μνημόσυνό σουυψώνεται στον ουρανό το νεκρολίβανό σουμε των ανθών τη μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι40του κόσμου που εζωντάνεψες… Γέροντα τί σου λείπει;…Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου;…Ποιός είν’ ο πόθος σου ο κρυφός και ποιό το μυστικό σου;…

Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοικι από το γερο-Δούναβη ώς τ’ άγριο Κακοσούλι45έβραζε γη και θάλασσα… Σεισμός, φωτιά, τρομάρα,σπαθί και ψυχομάχημα και δάκρυ και κατάρα…Εβρόντουν κι άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια…Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ’ αχόρταγα τα χέρια,κι ήτον ο πόλεμος χαρά· τα φονικά, παιχνίδια…50Μεμιάς θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδιακαι μαύρα νέφη απλώνονται στου Κίσσαβου τη ράχη…Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κι οι βράχοιμένουν παράλυτα, νεκρά, σα να ’χε διαπεράσεικρυφό μαχαίρι αυτήν τη γη κι εσκότωσε την πλάση…

55Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένοσα σύγνεφο με το βοριά και μαυροφορεμένο,σκοτίδιασε τον ουρανό με τα πλατιά φτερά του,και με φωνή που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,ερέκαξε κι εβρόντησε… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…60Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!»…

Του μυστικού διαλαλητή πέφτει στη γη, στο κύματο φλογερό το μήνυμα κι από ένα τέτοιο κρίμαεφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμή σουεθέριεψε, εζωντάνεψε τ’ άτιμο το σχοινί σου65κι έγινε φίδι φτερωτό στον κόρφο του φονιά σου…Καλόγερε, πώς δεν ξυπνάς να ιδείς τα θαύματά σου;…

Αναστυλώνεται ο Μοριάς… Η Ρούμελη μουγκρίζει…Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει…Παντού παράπονο βαθύ κι αλαλαγμοί και θρήνοι…70Διαβαίνει μαύρ’ η άνοιξη… Τα ρόδα μας, οι κρίνοιλησμονημένοι τήκονται, και τα πουλιά σκιασμένααφήνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε στα ξένα…Στου Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζειτου Γένους το ξημέρωμα… Πάσα ματιά του σφάζει…75Διωγμέν’ από τον Κάλαμο, με την ψυχή στο στόμα,χιλιάδες γυναικόπαιδα δε βρίσκουν φούχτα χώμανα μείνουν ακυνήγητα… Κι ο Χάρος δεκατίζει…Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει…Φλόγα παντού και σίδερο… δε θ’ απομείνει λώθρα…80Στην Κιάφα νεκρανάσταση… στου Πέτα καταβόθρα…Πέτρα δε μένει ασάλευτη… κλαρί χωρίς κρεμάλα…Ερμιά και ξεθεμέλιωμα στην Τρίπολη, στου ΛάλαΚι όταν το χέρι εχόρταινε κι έπεφτε στομωμένονα ξανασάνει το σπαθί στη θήκη αποσταμένο,85εφώναζε ο αντίλαλος… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!».

Φριμάζουν τα Καλάβρυτα… Καπνίζει το Ζητούνικι η Μάνη η ανυπόταχτη τεντώνει το ρουθούνισαν το καθάριο τ’ άλογο, να μυρισθεί τ’ αγέρι90που, ταχυδρόμος τ’ ουρανού, με τα φτερά του φέρειτου Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του…Ο γιος τ’ Ανδρούτσου στη Γραβιά στυλώνει το κορμί τουκι επάνω του, σα να ’τανε θεόχτιστο κοτρόνι,συντρίβεται η Αρβανιτιά με τον Ομέρ Βριόνη95Φεγγοβολούν τα πέλαγα στην Τένεδο, στη Σάμοκαι κάθε κύμα πὄρχεται να ξαπλωθεί στον άμμοξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει… «Πολεμάρχοι!…Εκδίκηση… άσπλαχνη… παντού… Κρεμούν τον Πατριάρχη!»…

Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά στο Καρπενήσι100του Μπότσαρή του την ψυχή για να σε προσκυνήσεισου στέλλει αιματοστάλαχτη… Στον τάφο του κλεισμένοτο Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,δεν παραδίδει τ’ άρματα, δε γέρνει το κεφάλι…Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη,105το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανό του,και φλογερό μετέωρο πετά στον ουρανό τουκαι θάφτεται ολοζώντανο… Στο διάβα του τρομάζουντ’ αστέρια που το κοίταζαν, και ταπεινά μεριάζουν…Κλαρί δεν φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι110πὄμενε ακόμα πράσινο, τ’ αράπικο ποδάριτο μάρανε, το σκότωσε… Χορτάσαν οι κοράκοι…Στη Ράχωβα, στο Δίστομο με τον Καραϊσκάκηαδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι…Θερίζει τ’ άσπλαχνο σπαθί κι ο πάγος σαβανώνει…

115Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγειτου λύκου μας του εφτάψυχου τ’ αχόρταγο λαρύγγι…Ο κόσμος ανταριάζεται… Και τα σκυλόδοντά τουξεριζωμένα πνίγονται με τα ρυασίματά τουστου Ναβαρίνου τα νερά… και φεύγει… Ανάθεμά τον!…120Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ’ αστραπόβροντά τωνκαι κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη…

Μ’ αυτά… μ’ αυτά τα κόκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτηεχτίσαμε, πατέρα μου, τη φτωχική φωλιά μας,κι εκείθ’ εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας125π’ ανθοβολούν τριγύρω σου… Γιατί τα δάχτυλά σου,ακίνητα, δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;…Στ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρ’ από την Ελλάδαερίζωσε τόσο βαθιά του Χάρου η φαρμακάδα,π’ ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει130τα σφραγισμένα χείλη σου ν’ ανοίξει, να γλυκάνει;… *Ούτε το φως το ακοίμητο, που στο πλευρό σου χύνειαυτό μας το περήφανο, το φλογερό καμίνι;… *Ούτε τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια…Ούτε τα Βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια,135που θα ’ρχονται να χαιρετούν του ποιητή τη λύρα,και να ρωτούν πώς έγινε το ράσο σου πορφύρα;…

Τί θέλεις, γέροντ’, από μας;… Δε νιώθεις μια ματιά σουπόσες θα εφλόγιζε καρδιές, κι από τα σωθικά σουπόση θα εβλάστανε ζωή;… Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;…140Δε φέγγει μες στο μνήμά σου ούτε μια τέτοια μέρα;…

Το μάρμαρο μένει βουβό… Και θε να μείνει ακόμαποιός ξέρει ώς πότ’ αμίλητο το νεκρικό του στόμα…Κοιμάται κι ονειρεύεται… Και τότε θα ξυπνήσει,όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήσει145το φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»…

[1872*]


Το Ελληνικόν Έθνος, κατά την απέραντον και ζοφεράν νύκτα της δουλείας, ου μόνον διετήρησεν ακμαίαν την περί αναγεννήσεως και πλήρους αυτού αποκαταστάσεως πίστιν του, αλλά διέσωσεν αλώβητον και την ιδέαν της ενότητός του.

Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία υπήρξε προπάντων η ιερά κιβωτός, ένθα προσέφυγε και θαυμασίως διεσώθη από της πλημμύρας των αλλοφύλων το αίσθημα της Εθνότητος. Επειδή δε ορατή κεφαλή της Εκκλησίας ταύτης υπήρχεν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, επόμενον ήτο να θεωρήται ούτος ως πατήρ και ως ηγέτης της φυλής απάσης.

Κατά την έναρξιν του ιερού αγώνος κατείχε τον Πατριαρχικόν θρόνον Γρηγόριος ο Ε΄, όστις ως ανώτατος πνευματικός Άρχων των απανταχού Ελλήνων, εκράτει ανά χείρας πάντα τα μυστηριώδη νήματα της μεγάλης Ελληνικής συνωμοσίας και διετέλει εν πλήρη γνώσει των ακαταπαύστων και ακατανοήτων εκείνων ενεργειών, δι’ ών οι Φιλικοί ωργάνιζον και προπαρασκεύαζον την επανάστασιν.

Δοθέντος του συνθήματος και μόλις κροτήσαντος του πρώτου πυροβόλου, η Οθωμανική αρχή θέλουσα δι’ ενός φοβερού κτυπήματος ή να καρατομήση αμέσως τον αγώνα ή να εμπνεύση εις τους πρωταθλητάς αυτού τοιούτον τρόμον ώστε να παραλύση την πρώτην ακατάσχετον ορμήν του, ανενδοιάστως συνέλαβε κατά την ημέραν της Αναστάσεως τον Πατριάρχην, και μετά μυρίας ηθικάς και φυσικάς βασάνους απηγχόνισεν αυτόν επί παρουσία των μεγάλων Χριστιανικών της Ευρώπης Δυνάμεων, ποταπώς τότε και ανάνδρως περιποιούμενων τον ηγεμονεύοντα Μαχμούτ, λάθρα δε υποδαυλιζουσών ίσως και την καθ΄ ημών λύσσαν του.

Το ιερόν λείψανον του μεγάλου της Ελλάδος εθνομάρτυρος έμεινε τρεις όλας ημέρας κρεμάμενον επί της αγχόνης, ύστερον δε παρεδόθη εις χείρας του μαινομένου όχλου των δημίων, και διασυρθέν καθ’ όλας τας ρύμας και τας αγυιάς του Βυζαντίου, ως τι θνησιμαίον ανάξιον ενταφιασμού ερρίφθη εις τα βάθη του Βοσπόρου. Αλλ’ ο Θεός ο Ύψιστος παρέλαβεν αυτό εκ των κόλπων της θαλάσσης και το διεπιστεύθη εις χείρας της ορθοδόξου της Ρωσσίας, ήτις απέδωκεν αυτώ τιμάς αυτοκρατορικάς και λατρείαν ανάλογον προς τον τερατώδη όγκον του διαπραχθέντος στυγερού κακουργήματος και της υψηλής θέσεως, ήν κατείχεν εν των πληρώματι της Εκκλησίας ο απαγχονισθείς Ποιμενάρχης.

Ως αληθή και πραγματικόν άρχοντα του Ελληνικού Έθνους εθεώρησε λοιπόν τότε η Οθωμανική αρχή τον αοίδιμον Πατριάρχην, και εκ της πεποιθήσεως ταύτης ορμωμένη, εφαντάσθη ότι, αποκοπτομένης της κεφαλής, νεκρά θα κατέπιπτον και τα λοιπά μέλη του εθνικού οργανισμού. Αι δε τελεσθείσαι ανοσιουργίαι επί του μαρτυρικού λειψάνου ουδέν άλλο εσήμαινον ει μη κολαφισμούς και ύβρεις κατά του προσώπου της Ελλάδος.

Η εντύπωσις, ήν παρήγαγεν επί της ψυχής των μαχομένων Ελλήνων η απάγχόνισις του αρχηγού της ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, υπήρξε τρομερά. Έπεσαν καταγής από των χειρών των γενναιοτέρων πολεμιστών παράλυτα τα όπλα και θρήνος μέγας και κοπετός απερίγραπτος εξερράγη από των σπλάχνων του Ελληνισμού. Αλλ’ ευθύς μετά ταύτα άσβεστος δίψα εκδικήσεως και η κοινή συναίσθησις, ότι η μεγάλη και αγία ψυχή του Γρηγορίου είχε κατοικήσει εν τη καρδία των υπέρ πίστεως και πατρίδος μαχομένων, ανεζωογόνησε τον αγώνα και έδωκεν εις αυτόν χαρακτήρα ωρισμένον και αμετάτρεπτον. Ιδού διατί εν τω επομένω στιχουργήματι τα σπουδαιότερα άθλα της επαναστάσεως και η ακαταμάχητος καρτερία του γένους εν ταις συμφοραίς παρίστανται ως ακτίνες φωτοβόλοι, εκπεμπόμεναι από της αγχόνης του μεγαλομάρτυρος Πατριάρχου ως από μυστηριώδους και ακοιμήτου φλογός.

Αλλά μετά την κατάρτισην του Ελληνικού Βασιλείου (κρίμασιν οις οίδε Κύριος!) η ψυχή του Ελληνισμού, ως αν ήθελεν απροσδοκήτως απολιθωθή, έμεινεν αδρανής. Ο όρκος των Φιλικών ελησμονήθη και κατ’ ολίγον εσβέσθη η εκ του μαρτυρίου του Πατριάρχου προκύψασα εντύπωσις και ο εξ αυτής γεννηθείς εν τη καρδία του Έθνους πόθος αιωνίας εκδικήσεως.

Του απαισίου τούτου ψυχικού ληθάργου πιστήν εκπροσώπευσιν εθεώρησα τον ανδριάντα του αοιδίμου Γρηγορίου, αλλά συνάμα εξέλαβον αυτόν και ως σύμβολον μελλούσης αναστάσεως. Ηθέλησα δε πιστώς υπείκων εις τας δοξασίας μου να διακηρύξω και πάλιν, ότι ούτε η απελευθέρωσις μικράς τινος γωνίας της Ελληνικής γης, ούτε αι καλλοναί της πρωτεούσης, ούτε τα θυμιάματα ημών των μεταγενεστέρων, δύνανται να εξυπνήσωσι την κοιμωμένην ψυχήν του Ελληνισμού, και ότι μόνον διά των αυτών εκείνων ενεργειών και παθημάτων, δι’ ών πέπρωται να προκόπτη πας αγών αφορών εις την πλήρη αποκατάστασιν μιας φυλής, θα κατορθώσωμεν και ημείς ν’ ανακτήσωμεν την κληρονομίαν των πατέρων μας.

Αυτή είναι η κυρία ιδέα η απ’ αρχής μέχρι τέλους εμπνέουσα το στιχούργημά μου.

Προσκληθείς υπό του πρυτάνεως του Εθνικού Πανεπιστημίου Κυρίου Καστόρχη, του και συντελέσαντος μεγάλως διά των ακαμάτων αυτού προσπαθειών εις την ανακομιδήν του ιερού λειψάνου, να προσφωνήσω διά στιχουργήματος τον ανδριάντα, ον εδωρήσατο ημίν ο ακραιφνής πατριωτισμός του ημετέρου Αβέρωφ, ομολογώ ότι εδίστασα ν’ αποδεχθώ ου μόνον διότι μ’ εφόβιζεν η ευρύτης και το ύψος του θέματος, αλλά και διότι, κακή τύχη, ιδέαι τινές, και τοι φιλοστόργως διαθρέψασαι το έθνος επί μακρούς αιώνας, θεωρούνται σήμερον ως ληρήματα κενά και ως καπνοί ποιητικοί, εξερχόμενοι του εγκεφάλου ολίγων φαντασιοκόπων, ή πηγάζοντες εκ των κερδοσκοπικών διαθέσεων πολιτικών ραδιούργων.

Άλλως τε και πώς να περικλείση τις το μεγαλείον μιας αποθεώσεως και την δόξαν πολυετούς αγώνος εντός του στενωτάτου χώρου ενός ύμνου, ή ενός διθυράμβου;

Και όμως εδέχθην την τιμήν και το βάρος τοιαύτης προσφωνήσεως εν τη πεποιθήσει ότι, δοξασίαι τινές πρέπει να εκδηλώνονται και να διακηρύσσωνται πολύ περισσότερον όταν διώκωνται και χλευάζωνται, παρ’ όταν, μεταβαλλόμεναι εις κοινήν πεποίθησιν και εις καθολικήν πίστιν, ουδεμίαν έχωσιν ανάγκην υποστηρίξεως.

Την υψηλήν ταύτην εντολήν έχει και σήμερον η Ελληνική ποίησις, θέλει δε εκπληρώσει αυτήν μένουσα πιστώς προσκεκολλημένη εις τας αρχαίας εθνικάς παραδόσεις, και μετά θρησκευτικής αφοσιώσεως αναμιμνήσκουσα πάντοτε εις όσους θέλουσι να την ακούσωσιν, ότι αφέθη ατελείωτον το έργον των πατέρων μας και ότι πρέπει να συμπληρωθή.

Εν Αθήναις, τη 25 Μαρτίου 1872.
ΑΡΙΣΤ. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣΠΗΓΗ