Μην ξεχάσουμε να βάλουμε στο μπαλκόνι και....την σημαία !!
> Ὁ Ματρόζος
>
> Ἕνας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια,
> μὲ κάτασπρα μακριὰ μαλλιά, μὲ πύρινη ματιά,
> σὰν πλάτανος θεόρατος γυρμένος ἀπ᾿ τὰ χιόνια,
> περνοῦσε πάντα στὸ νησὶ τὰ μαῦρα γηρατειά.
> Εἶναι ἀπὸ κείνη τὴ γενιὰ κι ὁ γερο-καπετάνος
> ποὺ ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο του τὴν ἔτρεμε ὁ Σουλτάνος.
>
> Εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ ἀθάνατό τους αἷμα,
> ἀπὸ τοὺς χίλιους ποὺ ἔβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
> εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔβαλαν στὴν κεφαλή σου στέμμα
> καὶ ἄγνωστοι σβηστήκανε στὸ δοξαστὸ νησί.
> Εἶχες ἀστέρια ὁλόλαμπρα στὸν οὐρανό σου κι ἄλλα,
> μὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔλαμψαν ἤσανε πιὸ μεγάλα.
>
> Σὰν ἔγραψαν μὲ τὸ δαυλὸ τῆς ἱστορίας μόνοι,
> χωρὶς γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἥρωες μία λέξη αὐτὴ νὰ πεῖ,
> μὲ τὴν πληγή τους γιὰ σταυρὸ κι ἀτίμητο γαλόνι,
> ἄλλοι στὰ δίχτυα ἐγύριζαν καὶ ἄλλοι στὸ κουπί.
> Κι οἱ στολοκάφτες τῶν Σπετσῶν, τ᾿ ἀτρόμητα λιοντάρια,
> μὲ τὶς βαρκοῦλες ἔπιαναν στὸ περιγιάλι ψάρια.
>
> Ὁ γέρος μας παράπονο ποτὲ δὲ λέει κανένα,
> μὰ καπετάνους σὰν ἰδεῖ μὲς στὰ βασιλικά,
> ἐκείνους πού ῾χε ναῦτες του μὲ μάτια βουρκωμένα
> στὰ περασμένα ἐγύριζε καὶ στὰ πυρπολικά,
> καὶ ξαπλωμένος δίπλα μου, μοῦ ῾λεγε ἐκεῖ στὴν ἄμμο
> πόσα καράβια ἐκάψανε στὴν Τένεδο, στὴ Σάμο.
>
> «Παιδί μου, τώρα ἐγέρασα, παιδί μου θ᾿ ἀποθάνω»,
> στὸ τέλος πάντα μοῦ ῾λεγε μ᾿ ἕν᾿ ἀναστεναγμό,
> «Ἕνας Ματρόζος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ζητιάνο,
> μὰ νὰ βαστάξω δὲν μπορῶ τῆς πείνας τὸν καημό.
> Κλαίω ποὺ ἀφήνω τὸ νησί, θὰ πάω στὴν Ἀθήνα,
> πρὶν πεθαμένο μ᾿ εὕρετε μία μέρα ἀπὸ τὴν πεῖνα...
>
> Μοῦ λέν, ὁ καπετὰν Κωνσταντῆς, ἀπ᾿ τὰ Ψαρὰ κεῖ πέρα,
> πὼς ὑπουργὸς ἐγίνηκε μεγάλος καὶ τρανός,
> κι ἂν θυμηθῇ πὼς τὴ ζωή του ἔσωσα μία μέρα
> ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο, μποροῦσε ὁ Ψαριανὸς
> νὰ κάνει τίποτε γιὰ μὲ κι ἴσως νὰ δώσουν κάτι
> σ᾿ ἐκεῖνον πού ῾χε τάλαρα τὴ στέρνα του γεμάτη».
>
> Πέντε ἕξι ἡμέρες ὕστερα ἐμπῆκε στὸ βαπόρι
> κι ἀκουμπιστὸς περίλυπος ἐπάνω στὸ ραβδί,
> ὡς ποὺ στὴν Ὕδρα ἔφθασε, ἐγύριζε στὴν πλώρη
> τὸ λατρευτό του τὸ νησὶ ὁ γέροντας νὰ δεῖ.
> Καὶ σκύβοντας τὰ κύματα δακρύβρεχτος ἐρῶτα,
> πῶς φεύγει τώρ᾿ ἀπ᾿ τὸ νησὶ καὶ πῶς ἐρχόταν πρῶτα.
>
> «Ἐδῶ τί θέλεις, γέροντα;» ρωτᾷ τὸν καπετάνο
> στὸ ὑπουργεῖον ἐμπροστὰ κάποιος θαλασσινὸς
> ντυμένος στὰ χρυσά. «Παιδί μου, εἶναι πάνω
> ὁ Κωνσταντής;». «Ποιὸς Κωνσταντής;». «Αὐτός... ὁ Ψαριανός».
> «Δὲ λὲν κανένα Ψαριανό, ἐδῶ εἶναι Ὑπουργεῖο,
> νὰ ζητιανέψῃς πήγαινε μὲς στὸ φτωχοκομεῖο!».
>
> Ὁ γέρος ἀνασήκωσε τὸ κάτασπρο κεφάλι
> καὶ τὰ μαλλιά του ἐσάλεψαν σὰν χαίτη λιονταριοῦ
> καὶ μὲ σπιθόβολη ματιὰ μὲς ἀπ᾿ τὰ στήθια βγάνει
> μὲ στεναγμὸ βαρύγνωμο φωνὴ παλληκαριοῦ:
> «Ἂν οἱ ζητιάνοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα,
> οἱ καπετάνοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα!»
>
> Τότε ὁ Κανάρης ποὺ ἄκουσε φιλονικία κάτου,
> στὸ παραθύρι πρόβαλε νὰ δεῖ ποιὸς τὸν ζητεῖ
> καὶ τὸ νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε ἡ καρδιά του
> καὶ νά ῾ρθει ἐπάνω διέταξε μὲ τὸν ὑπασπιστή.
> Κάτι ἡ φωνὴ τοῦ γέροντα τοῦ ἐξύπνησε στὰ στήθη,
> κάτι ποὺ μοιάζει μὲ ὄνειρο μαζὶ καὶ παραμύθι.
>
> Τὸν κοίταξε τὰ μάτια του μὲς στὰ μακριά του φρύδια,
> Ποὺ μοιάζανε σὰν ἀετοὺς κρυμμένους στὴ φωλιά,
> στὸν καπετάνο ἐφάνηκαν μὲ τὴν φωτιὰ τὴν ἴδια,
> ὅταν τὰ ἐφώτιζε ὁ δαυλὸς τὰ χρόνια τὰ παλιά.
> Κι ἕνας τὸν ἄλλο κοίταζε κατάματα οἱ δυὸ γέροι,
> ὁ ἡμίθεος τὸν γίγαντα, ὁ ἥλιος τὸ ἀστέρι.
>
> «Δὲν μὲ θυμᾶσαι, Κωνσταντή;» σὲ λίγο τοῦ φωνάζει,
> «γρήγορα σὺ μὲ ξέχασες, μὰ σὲ θυμᾶμαι ἐγώ!...».
> «Ποιὸς τό ῾λπιζε νὰ δεῖ ποτές», ὁ γέροντας στενάζει,
> «τὸν καπετάνο ζήτουλα, τὸ ναύτη ὑπουργό!...».
> Καὶ σκύβοντας τὴν κεφαλὴ στὰ διάπλατά του στήθη,
> τὴ φτώχεια του ἐλησμόνησε, τὴ δόξα του ἐθυμήθη.
>
> «Ποιὸς εἶσαι, καπετάνο μου; Καὶ ποιό ῾ναι τὸ νησί σου;»,
> ὁ Ψαριανὸς τὸν ἐρωτᾷ μὲ πόνο θλιβερό,
> «πενήντα χρόνια, μιὰ ζωή, περάσανε, θυμήσου
> ἀπ᾿ τῆς καλῆς μου ἐποχῆς, ἐκείνης τὸν καιρό.
> Μήπως στὴν Σάμο ἤσουνα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη;
> Στὴν Κῶ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ Χῖο, στὴ Μυτιλήνη;»
>
> Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
> ἐπέρασαν ἀπ᾿ τὴν στιγμὴν ἐκείνη, σὰν φτερό.
> Σὰν νὰ σὲ βλέπω Κωνσταντή, δὲ θὰ ξεχάσω αἰώνια...
> Ἀκόμα στὸ μπουρλότο σου καβάλα σὲ θωρῶ...
> Χρόνος δὲν ἦταν πού ῾καψες στὴ Χιὸ τὴ ναυαρχίδα
> κι ἦταν ἡ πρώτη μου φορὰ ἐκείνη ποὺ σὲ εἶδα...
>
> Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο, θυμᾶσαι; Μιὰ φρεγάδα
> σ᾿ ἔβαλε ἐμπρὸς μ᾿ ἀράπικου ἀλόγου γληγοράδα
> μ᾿ ὀχτὼ βατσέλα πίσω της ἐμοιᾶζαν περιστέρια
> κι ἐσὺ γεράκι γύρω τους... ἐπάνω στὸ μπουρλότο,
> ποὺ τὴν κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ᾿ ἀστέρια,
> σὰν δαίμονας μὲς στὸν καπνὸ γλυστροῦσες καὶ στὸν κρότο.
>
> Σὲ καμαρώνω ἀπὸ μακριά... κι οἱ ναῦτες κι ὁ λοστρόμος
> μ᾿ ἐξώρκιζαν νὰ φύγουμε τοὺς εἶχε πιάσει τρόμος,
> γιατὶ ἡ ἁρμάδα ζύγωνε ἐπάνω στὸ τιμόνι
> θάρρος στοὺς ναῦτες σου ἔδινες... δὲν βάσταξε ἡ καρδιά μου,
> σὲ μιὰ στιγμὴ χανόσουνα, σὲ μιὰ στιγμὴ καὶ μόνη
> καὶ «ὄρτσα! μάϊνα τὰ πανιά!» φωνάζω στὰ παιδιά μου.
>
> Στὸ στρίψιμο τοῦ τιμονιοῦ μᾶς σίμωσες... μ᾿ ἀντάρα,
> ὁ Τοῦρκος κοντοζύγωνε ἡ μαύρη μου καμπάρα
> ἀστροπελέκια καὶ φωτιὲς καὶ κεραυνοὺς πετοῦσε,
> μὰ σὰν δελφίνι γρήγορα κι ἐκεῖνος ἐγλιστροῦσε.
> Οἱ ναῦτες μου φωνάζανε: «Τί κάνεις καπετάνο;»
> Κι ἐγὼ τοὺς λέω: «Τὸν Ψαριανὸ νὰ σώσω κι ἂς πεθάνω...».
>
> Καὶ σοῦ πετῶ τὴ γούμενα... καὶ δένεις τὸ μπουρλότο...
> κάνω τιμόνι δεξιά... τὸ φλογερὸ τὸ χνῶτο
> τοῦ Τούρκου θὰ σὲ βούλιαζε - θυμᾶσαι; Σοῦ φωνάζω,
> «Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ν᾿ ἀνεβεῖς», μὰ δὲν μ᾿ ἀκοῦς κι ἀφήνεις
> ἄλλοι ν᾿ ἀνέβουν... ἔσκυψα κι ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ σ᾿ ἀδράζω,
> καὶ σ᾿ ἔσωσα κι ἐφύγαμε... μὰ δάκρυα βλέπω χύνεις!...».
>
> «Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ὁ Κωνσταντὴς φωνάζει
> καὶ μὲς στὰ στήθη τὰ πλατιὰ σφιχτὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
> Κι ἐνῷ οἱ δυὸ γίγαντες μὲ τὰ λευκὰ κεφάλια
> στ᾿ ἄσπρα τους γένεια δάκρυα κυλοῦσαν σὰν κρυστάλλια,
> δυὸ κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα ἀπὸ τὸ χιόνι,
> ὅταν τοῦ ἥλιου τὸ φιλὶ τὴν ἄνοιξη τὸ λειώνει.-
> Ὁ Ματρόζος
>
> Ἕνας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια,
> μὲ κάτασπρα μακριὰ μαλλιά, μὲ πύρινη ματιά,
> σὰν πλάτανος θεόρατος γυρμένος ἀπ᾿ τὰ χιόνια,
> περνοῦσε πάντα στὸ νησὶ τὰ μαῦρα γηρατειά.
> Εἶναι ἀπὸ κείνη τὴ γενιὰ κι ὁ γερο-καπετάνος
> ποὺ ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο του τὴν ἔτρεμε ὁ Σουλτάνος.
>
> Εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ ἀθάνατό τους αἷμα,
> ἀπὸ τοὺς χίλιους ποὺ ἔβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
> εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔβαλαν στὴν κεφαλή σου στέμμα
> καὶ ἄγνωστοι σβηστήκανε στὸ δοξαστὸ νησί.
> Εἶχες ἀστέρια ὁλόλαμπρα στὸν οὐρανό σου κι ἄλλα,
> μὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔλαμψαν ἤσανε πιὸ μεγάλα.
>
> Σὰν ἔγραψαν μὲ τὸ δαυλὸ τῆς ἱστορίας μόνοι,
> χωρὶς γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἥρωες μία λέξη αὐτὴ νὰ πεῖ,
> μὲ τὴν πληγή τους γιὰ σταυρὸ κι ἀτίμητο γαλόνι,
> ἄλλοι στὰ δίχτυα ἐγύριζαν καὶ ἄλλοι στὸ κουπί.
> Κι οἱ στολοκάφτες τῶν Σπετσῶν, τ᾿ ἀτρόμητα λιοντάρια,
> μὲ τὶς βαρκοῦλες ἔπιαναν στὸ περιγιάλι ψάρια.
>
> Ὁ γέρος μας παράπονο ποτὲ δὲ λέει κανένα,
> μὰ καπετάνους σὰν ἰδεῖ μὲς στὰ βασιλικά,
> ἐκείνους πού ῾χε ναῦτες του μὲ μάτια βουρκωμένα
> στὰ περασμένα ἐγύριζε καὶ στὰ πυρπολικά,
> καὶ ξαπλωμένος δίπλα μου, μοῦ ῾λεγε ἐκεῖ στὴν ἄμμο
> πόσα καράβια ἐκάψανε στὴν Τένεδο, στὴ Σάμο.
>
> «Παιδί μου, τώρα ἐγέρασα, παιδί μου θ᾿ ἀποθάνω»,
> στὸ τέλος πάντα μοῦ ῾λεγε μ᾿ ἕν᾿ ἀναστεναγμό,
> «Ἕνας Ματρόζος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ζητιάνο,
> μὰ νὰ βαστάξω δὲν μπορῶ τῆς πείνας τὸν καημό.
> Κλαίω ποὺ ἀφήνω τὸ νησί, θὰ πάω στὴν Ἀθήνα,
> πρὶν πεθαμένο μ᾿ εὕρετε μία μέρα ἀπὸ τὴν πεῖνα...
>
> Μοῦ λέν, ὁ καπετὰν Κωνσταντῆς, ἀπ᾿ τὰ Ψαρὰ κεῖ πέρα,
> πὼς ὑπουργὸς ἐγίνηκε μεγάλος καὶ τρανός,
> κι ἂν θυμηθῇ πὼς τὴ ζωή του ἔσωσα μία μέρα
> ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο, μποροῦσε ὁ Ψαριανὸς
> νὰ κάνει τίποτε γιὰ μὲ κι ἴσως νὰ δώσουν κάτι
> σ᾿ ἐκεῖνον πού ῾χε τάλαρα τὴ στέρνα του γεμάτη».
>
> Πέντε ἕξι ἡμέρες ὕστερα ἐμπῆκε στὸ βαπόρι
> κι ἀκουμπιστὸς περίλυπος ἐπάνω στὸ ραβδί,
> ὡς ποὺ στὴν Ὕδρα ἔφθασε, ἐγύριζε στὴν πλώρη
> τὸ λατρευτό του τὸ νησὶ ὁ γέροντας νὰ δεῖ.
> Καὶ σκύβοντας τὰ κύματα δακρύβρεχτος ἐρῶτα,
> πῶς φεύγει τώρ᾿ ἀπ᾿ τὸ νησὶ καὶ πῶς ἐρχόταν πρῶτα.
>
> «Ἐδῶ τί θέλεις, γέροντα;» ρωτᾷ τὸν καπετάνο
> στὸ ὑπουργεῖον ἐμπροστὰ κάποιος θαλασσινὸς
> ντυμένος στὰ χρυσά. «Παιδί μου, εἶναι πάνω
> ὁ Κωνσταντής;». «Ποιὸς Κωνσταντής;». «Αὐτός... ὁ Ψαριανός».
> «Δὲ λὲν κανένα Ψαριανό, ἐδῶ εἶναι Ὑπουργεῖο,
> νὰ ζητιανέψῃς πήγαινε μὲς στὸ φτωχοκομεῖο!».
>
> Ὁ γέρος ἀνασήκωσε τὸ κάτασπρο κεφάλι
> καὶ τὰ μαλλιά του ἐσάλεψαν σὰν χαίτη λιονταριοῦ
> καὶ μὲ σπιθόβολη ματιὰ μὲς ἀπ᾿ τὰ στήθια βγάνει
> μὲ στεναγμὸ βαρύγνωμο φωνὴ παλληκαριοῦ:
> «Ἂν οἱ ζητιάνοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα,
> οἱ καπετάνοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα!»
>
> Τότε ὁ Κανάρης ποὺ ἄκουσε φιλονικία κάτου,
> στὸ παραθύρι πρόβαλε νὰ δεῖ ποιὸς τὸν ζητεῖ
> καὶ τὸ νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε ἡ καρδιά του
> καὶ νά ῾ρθει ἐπάνω διέταξε μὲ τὸν ὑπασπιστή.
> Κάτι ἡ φωνὴ τοῦ γέροντα τοῦ ἐξύπνησε στὰ στήθη,
> κάτι ποὺ μοιάζει μὲ ὄνειρο μαζὶ καὶ παραμύθι.
>
> Τὸν κοίταξε τὰ μάτια του μὲς στὰ μακριά του φρύδια,
> Ποὺ μοιάζανε σὰν ἀετοὺς κρυμμένους στὴ φωλιά,
> στὸν καπετάνο ἐφάνηκαν μὲ τὴν φωτιὰ τὴν ἴδια,
> ὅταν τὰ ἐφώτιζε ὁ δαυλὸς τὰ χρόνια τὰ παλιά.
> Κι ἕνας τὸν ἄλλο κοίταζε κατάματα οἱ δυὸ γέροι,
> ὁ ἡμίθεος τὸν γίγαντα, ὁ ἥλιος τὸ ἀστέρι.
>
> «Δὲν μὲ θυμᾶσαι, Κωνσταντή;» σὲ λίγο τοῦ φωνάζει,
> «γρήγορα σὺ μὲ ξέχασες, μὰ σὲ θυμᾶμαι ἐγώ!...».
> «Ποιὸς τό ῾λπιζε νὰ δεῖ ποτές», ὁ γέροντας στενάζει,
> «τὸν καπετάνο ζήτουλα, τὸ ναύτη ὑπουργό!...».
> Καὶ σκύβοντας τὴν κεφαλὴ στὰ διάπλατά του στήθη,
> τὴ φτώχεια του ἐλησμόνησε, τὴ δόξα του ἐθυμήθη.
>
> «Ποιὸς εἶσαι, καπετάνο μου; Καὶ ποιό ῾ναι τὸ νησί σου;»,
> ὁ Ψαριανὸς τὸν ἐρωτᾷ μὲ πόνο θλιβερό,
> «πενήντα χρόνια, μιὰ ζωή, περάσανε, θυμήσου
> ἀπ᾿ τῆς καλῆς μου ἐποχῆς, ἐκείνης τὸν καιρό.
> Μήπως στὴν Σάμο ἤσουνα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη;
> Στὴν Κῶ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ Χῖο, στὴ Μυτιλήνη;»
>
> Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
> ἐπέρασαν ἀπ᾿ τὴν στιγμὴν ἐκείνη, σὰν φτερό.
> Σὰν νὰ σὲ βλέπω Κωνσταντή, δὲ θὰ ξεχάσω αἰώνια...
> Ἀκόμα στὸ μπουρλότο σου καβάλα σὲ θωρῶ...
> Χρόνος δὲν ἦταν πού ῾καψες στὴ Χιὸ τὴ ναυαρχίδα
> κι ἦταν ἡ πρώτη μου φορὰ ἐκείνη ποὺ σὲ εἶδα...
>
> Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο, θυμᾶσαι; Μιὰ φρεγάδα
> σ᾿ ἔβαλε ἐμπρὸς μ᾿ ἀράπικου ἀλόγου γληγοράδα
> μ᾿ ὀχτὼ βατσέλα πίσω της ἐμοιᾶζαν περιστέρια
> κι ἐσὺ γεράκι γύρω τους... ἐπάνω στὸ μπουρλότο,
> ποὺ τὴν κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ᾿ ἀστέρια,
> σὰν δαίμονας μὲς στὸν καπνὸ γλυστροῦσες καὶ στὸν κρότο.
>
> Σὲ καμαρώνω ἀπὸ μακριά... κι οἱ ναῦτες κι ὁ λοστρόμος
> μ᾿ ἐξώρκιζαν νὰ φύγουμε τοὺς εἶχε πιάσει τρόμος,
> γιατὶ ἡ ἁρμάδα ζύγωνε ἐπάνω στὸ τιμόνι
> θάρρος στοὺς ναῦτες σου ἔδινες... δὲν βάσταξε ἡ καρδιά μου,
> σὲ μιὰ στιγμὴ χανόσουνα, σὲ μιὰ στιγμὴ καὶ μόνη
> καὶ «ὄρτσα! μάϊνα τὰ πανιά!» φωνάζω στὰ παιδιά μου.
>
> Στὸ στρίψιμο τοῦ τιμονιοῦ μᾶς σίμωσες... μ᾿ ἀντάρα,
> ὁ Τοῦρκος κοντοζύγωνε ἡ μαύρη μου καμπάρα
> ἀστροπελέκια καὶ φωτιὲς καὶ κεραυνοὺς πετοῦσε,
> μὰ σὰν δελφίνι γρήγορα κι ἐκεῖνος ἐγλιστροῦσε.
> Οἱ ναῦτες μου φωνάζανε: «Τί κάνεις καπετάνο;»
> Κι ἐγὼ τοὺς λέω: «Τὸν Ψαριανὸ νὰ σώσω κι ἂς πεθάνω...».
>
> Καὶ σοῦ πετῶ τὴ γούμενα... καὶ δένεις τὸ μπουρλότο...
> κάνω τιμόνι δεξιά... τὸ φλογερὸ τὸ χνῶτο
> τοῦ Τούρκου θὰ σὲ βούλιαζε - θυμᾶσαι; Σοῦ φωνάζω,
> «Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ν᾿ ἀνεβεῖς», μὰ δὲν μ᾿ ἀκοῦς κι ἀφήνεις
> ἄλλοι ν᾿ ἀνέβουν... ἔσκυψα κι ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ σ᾿ ἀδράζω,
> καὶ σ᾿ ἔσωσα κι ἐφύγαμε... μὰ δάκρυα βλέπω χύνεις!...».
>
> «Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ὁ Κωνσταντὴς φωνάζει
> καὶ μὲς στὰ στήθη τὰ πλατιὰ σφιχτὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
> Κι ἐνῷ οἱ δυὸ γίγαντες μὲ τὰ λευκὰ κεφάλια
> στ᾿ ἄσπρα τους γένεια δάκρυα κυλοῦσαν σὰν κρυστάλλια,
> δυὸ κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα ἀπὸ τὸ χιόνι,
> ὅταν τοῦ ἥλιου τὸ φιλὶ τὴν ἄνοιξη τὸ λειώνει.-